- πιστωτήριο
- το, Νάλλη ονομασία τής πιστωτικής επιστολής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιστώνω + επίθ. -τήριο (πρβλ. μισθω-τήριο). Η λ., στον πληθ. τα πιστωτήρια (γράμματα), μαρτυρείται από το 1860 στον Σπ. Τρικούπη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.